O Ιωάννης Δ. Τσινόπουλος γεννήθηκε στη Χάλκη της Λάρισας ως πρωτότοκος υιός τετραμελούς αγροτικής οικογένειας, την 20η Νοεμβρίου του 1889. Ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1908. Έδωσε τις διπλωματικές του εξετάσεις τον Oκτώβριο του 1912 και ταυτόχρονα αναγορεύτηκε Διδάκτωρ της ιδίας σχολής. Το 1914 έλαβε κατόπιν εξετάσεων την άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος. Από το 1911 και ταυτόχρονα με τις σπουδές του, υπηρέτησε ως υποβοηθός στην Παθολογική Κλινική του "Ευαγγελισμού" υπό τους Καθηγητές Σακοράφο και Χρηστομάνο. Ένα χρόνο αργότερα εργάστηκε στο Θεραπευτήριο "Σωτηρία" ως επιστημονικός Διευθυντής, ενώ το 1916, κατόπιν διαγωνισμού, κατέλαβε τη θέση του εσωτερικού βοηθού της Γ' Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία στεγαζόταν στην τότε Αστυκλινική. Την ανωτέρω θέση εγκατέλειψε οικειοθελώς το 1922 για να μεταβεί εν συνεχεία στο Βερολίνο προς μετεκπαίδευση. Προηγουμενως εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, καταταχθείς το 1912 και υπηρετών τόσο κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, 1914-1917, 1918, όσο και στη Μικρασιατική εκστρατεία 1920-1922 στα στρατιωτικά Νοσοκομεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Oυσάκ και Προύσας. Αφυπηρέτησε του στρατού ως έφεδρος λοχαγός του Υγειονομικού. Το 1922, μετά το πέρας της στρατιωτικής του θητείας, μετέβη στο Βερολίνο, όπου παρέμεινε επί διετία, παρακολουθώντας, ως εσωτερικός βοηθός στην Α' Παθολογική Πανεπιστημιακή Κλινική του Βερολίνου (Διευθυντής ο Καθηγητής Rone), το κλινικό και εκπαιδευτικό της έργο, αλλά και τις δραστηριότητες των Εργαστηρίων όπως το τμήμα Βιοχημείας και Αιματολογίας. Το 1924, αφού ολοκλήρωσε την μετεκπαίδευσή του στη Γερμανία, επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Την εποχή αυτή επέλεξε για σύντροφο της ζωής του την Ηρώ, το γένος Oικονόμου, η οποία αφού του χάρισε δύο παιδιά τον συντρόφευσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1925 έφυγε προς μετεκπαίδευση για ακόμα μία φορά για τη Βιέννη, όπου έμεινε επί ένα εξάμηνο ασκούμενος πλησίον του γνωστού Καθηγητή Παθολογίας Chwostek. Το 1926 και αφού είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Θεσσαλονίκη του ανέθεσε το Διοικητικό Συμβούλιο του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης (νυν Αγ. Δημήτριος) τη Διεύθυνση της Παθολογικής Κλινικής. Τη θέση αυτή τη διατήρησε μέχρι το 1930, οπότε και παραιτήθηκε για να μεταβεί στο Παρίσι, όπου επί σειρά μηνών εργάστηκε πλησίον του Καθηγητή της Παθολογίας Κισθίνον στην Κλινική Voquez των Παρισίων. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ασχολήθηκε επιτυχώς με το ελεύθερο - ιδιωτικό επάγγελμα. Το 1934 το τότε Προσφυγικό (σημερινό Γ. Γεννηματάς) Νοσοκομείο του ανέθεσε τη Διεύθυνση της Παθολογικής του Κλινικής, θέση την οποία διατήρησε για μια διετία περίπου. Την περίοδο από το 1936 και μέχρι το 1941 ασχολήθηκε με το ιδιωτικό επάγγελμα και με την ιδιωτική Κλινική την οποία δημιούργησε ο ίδιος. Το 1941 τον κάλεσε ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός για να διευθύνει την Παθολογική Κλινική, η οποία είχε δημιουργηθεί στο Θεαγένειο Νοσοκομείο. Η Κλινική αυτή είχε τότε 75 κρεβάτια. Αποτελούσε τη μεγαλύτερη κλινική της Θεσσαλονίκης, με άρτιο επιστημονικό, τεχνικό και ξενοδοχειακό εξοπλισμό, ώστε οι φοιτητές της νεοσυσταθείσης Ιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. να ασκούνται στο ανωτέρω τμήμα του Θεαγενείου Νοσοκομείου υπό την επίβλεψή του. Τέλος, θα ήταν ελλιπές το σημείωμα αυτό, εάν δεν αναφερόταν στην δραστηριότητά του για την ίδρυση και δραστηριοποίηση της Ιατρικής Εταιρείας Θεσσαλονίκης και του Ιατρικού Συλλόγου της πόλης μας. Απόδειξη του ενδιαφέροντός του για τα παραπάνω συλλογικά όργανα είναι ότι οι περισσότερες επιστημονικές εισηγήσεις του, ανακοινώσεις και επιδείξεις περιστατικών του παρουσιάσθηκαν στην Ι.Ε.Θ. μεταξύ του 1926 και του 1947, ενώ πολλές εργασίες του δημοσιεύθηκαν στα πρώτα τεύχη της "Ελληνικής Ιατρικής" και "Πρόοδος Αθηνών". Μια επιπλέον απόδειξη της αγάπης του για τα συλλογικά όργανα των ιατρών αποτελεί η ενεργός συμμετοχή του στα διοικητικά τους όργανα, των οποίων επί σειρά ετών υπήρξε ενεργό μέλος αλλά και Πρόεδρος. O Ι.Δ. Τσινόπουλος απεβίωσε στις 17 Νοεμβρίου του 1947 μετά από ένα βαρύτατο έμφραγμα του μυοκαρδίου. Έτσι μια 20ετής περίπου παρουσία στα ιατρικά πράγματα της Θεσσαλονίκης διακόπηκε απότομα. Η Θεσσαλονίκη ετίμησε την παρουσία του, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από την πληθώρα των ψηφισμάτων - ανακοινώσεων και νεκρολογιών του Ιατρικού Συλλόγου, πολλών Σωματείων και άλλων δημοσίων και ιδιωτικών φορέων.