O Αναστάσιος Μισιρλόγλου γεννήθηκε στο Πάνορμο της Προποντίδας το 1886. Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην πατρίδα του, φοίτησε αρχικά στο γυμνάσιο της Μυτιλήνης και στη συνέχεια στη Μεγάλη Σχολή του Γένους στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την περίοδο 1903-1908 φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας το 1908 αναγορεύτηκε διδάκτορας. Επί δύο χρόνια εργάστηκε ως ιατρός στο Παθολογικό Τμήμα των "Εθνικών Νοσοκομείων Κωνσταντινούπολης" και στη συνέχεια διορίστηκε και υπηρέτησε επί 12 χρόνια στη Χειρουργική Κλινική του ιδίου Νοσοκομείου. Το 1919 προήχθη, με απόφαση του Oικουμενικού Πατριαρχείου, σε Αρχιχειρούργο των "Εθνικών Νοσοκομείων" και το 1921 διορίστηκε ως Διευθυντής στον "Κυανό Σταυρό Κωνσταντινουπόλεως". Υπό την ιδιότητα αυτή μετέβη στη Σμύρνη, όπου προσέφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες του μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή, ως Διευθυντής του Χειρουργικού Τμήματος του Α' Στρατιωτικού Νοσοκομείου. Το 1922 μετεκπαιδεύτηκε επί 8 μήνες στο Παρίσι και μη δυνάμενος να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, διότι είχε υπηρετήσει στον Ελληνικό στρατό, εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι, όπου επί διετία άσκησε την ιατρική. Το 1924 οι πρόσφυγες συμπατριώτες του τον εξέλεξαν βουλευτή Καβάλας, οπότε ο Α. Μισιρλόγλου επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1925, επί κυβερνήσεως Μιχαλακοπούλου, ανέλαβε το Υπουργείο της Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως. Επανεξελέγη βουλευτής το 1928, το 1935 και το 1936, θητεύοντας στο ελληνικό κοινοβούλιο συνολικά για λίγους μήνες, λόγω των πολιτικών εντάσεων και των συχνών εκλογικών αναμετρήσεων της εποχής. Στην Αθήνα παρέμεινε για βραχύ χρονικό διάστημα, όπου διηύθυνε ένα από τα Χειρουργικά Τμήματα του "Κεντρικού Νοσοκομείου Προσφύγων" και κατόπιν ήρθε και εγκαταστάθηκε οριστικά στη Θεσσαλονίκη. Το πρώτο διάστημα μετά την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη διηύθυνε το Χειρουργικό Τμήμα του Νοσοκομείου Προσφύγων Καλαμαριάς και στη συνέχεια τη "Δημόσια Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική". Την περίοδο 1926-1929 είχε τη διεύθυνση του Χειρουργικού Τμήματος του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης και την περίοδο 1930-1935 ανέλαβε τη διεύθυνση του Χειρουργικού Τμήματος του "Κεντρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης". Το 1930 ίδρυσε ιδιωτική κλινική 50 κλινών στη διασταύρωση Εγνατίας - Αγίας Σοφίας, η οποία στην εποχή της υπήρξε η μεγαλύτερη και η αρτιότερη από άποψη υλικοτεχνικής υποδομής ιδιωτική κλινική της πόλης. Την κλινική αυτή τη δώρισε το 1940 στο κράτος για τη δημιουργία "Νοσοκομείου Βομβοπλήκτων", του οποίου το Χειρουργικό Τμήμα διηύθυνε καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου ως πολιτικά επιστρατευμένος. Το 1942 διορίστηκε τακτικός Καθηγητής της Α' Έδρας Χειρουργικής Κλινικής στη νεοϊδρυθείσα Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και δίδαξε επί 17 χρόνια, μέχρι το 1959, οπότε κατελήφθη από το όριο ηλικίας. Όταν αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο δώρισε την μεγάλη βιβλιοθήκη του στην Α' Πανεπιστημιακή Χειρουργική Κλινική. Υπήρξε μέλος της "Societe de Medecine" της Κωνσταντινούπολης, της "Societe International de Chirurgie", του "International College of Surgeons" και της "Ελληνικής Χειρουργικής Εταιρείας" στην οποία διετέλεσε Πρόεδρος κατά την περίοδο 1937-1941. Υπήρξε επίσης Πρόεδρος της Oργανωτικής Επιτροπής του 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου Χειρουργικής, το οποίο πραγματοποιήθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία το 1960 στη Θεσσαλονίκη. O Α. Μισιρλόγλου διετέλεσε Πρόεδρος του Τμήματος της Νεότητος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού κατά την περίοδο 1930-1932 και μέλος Διοικητικών Συμβουλίων πολλών κοινωφελών και αγαθοεργών σωματείων. Το 1927 ίδρυσε -και διετέλεσε Πρόεδρος μέχρι το 1934-τον "Αντιφυματικό Σύνδεσμο Μακεδονίας - Θράκης", επιτυγχάνοντας την ανοικοδόμηση μεγάλου περιπτέρου στο Σανατόριο του Ασβεστοχωρίου. Επίσης, ίδρυσε και διετέλεσε Πρόεδρος του "Ελληνοϊταλικού Συνδέσμου". Εκτός από την προσφορά του στην ιατρική επιστήμη ο Μισιρλόγλου ασχολήθηκε ιδιαίτερα και με τη λογοτεχνία. Πραγματοποίησε πολλές διαλέξεις λογοτεχνικού περιεχομένου, εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές με τίτλους "Πόθοι και δάκρυα" και "Φθινοπωρινές μελαγχολίες" και δημοσίευσε πολλά ποιήματα και πεζά κείμενα σε περιοδικά, εφημερίδες και ημερολόγια. O Μισιρλόγλου υπήρξε επιπρόσθετα ευεργέτης του Oικουμενικού Πατριαρχείου προς το οποίο προσέφερε σημαντικά ποσά για την ανοικοδόμηση βιβλιοθήκης, μουσείου και άλλων εγκαταστάσεων. Το Πατριαρχείο αναγνωρίζοντας την προσφορά του του απένειμε τον τίτλο του άρχοντος Ακτουαρίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Για την εν γένει δράση του τιμήθηκε με τα παράσημα του Ταξιάρχη του Φοίνικος, το Αριστείο Ανδρείας και τον Πολεμικό Σταυρό. Η Γαλλία τον τίμησε απονέμοντάς του τον τίτλο του Αξιωματικού της Ακαδημίας, ενώ παράσημο του δόθηκε και από το Ιταλικό κράτος ως αναγνώριση του έργου του για την ανάπτυξη της Ελληνοϊταλικής φιλίας μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο. O Α. Μισιρλόγλου απεβίωσε το 1961 καταλείποντας αξιομνημόνευτο επιστημονικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό και αγαθοεργές έργο.