O Κάρολος Αλεξανδρίδης γεννήθηκε το 1885 στις Σέρρες, όπου το 1903 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Ακολούθως μετέβη στην Αθήνα με κύριο σκοπό την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας, παρακολουθώντας παράλληλα επί ένα έτος τα μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών των Καθηγητών Ευαγγελίδη της Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Γ. Χατζιδάκη της Γλωσσολογίας, Σπ. Λάμπρου της Φιλολογίας και της Ιστορίας, Σακελλαρόπουλου και Βάσσου των Λατινικών, και άλλων. Με τον τρόπο αυτό απέκτησε θεμελιώδεις γνώσεις, οι οποίες αργότερα τον κατέστησαν ιατροφιλόσοφο. Το 1904 άρχισε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή της Λειψίας. Το 1908 συνέχισε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Μονάχου, από την οποία έλαβε το 1910 το πτυχίο του με βαθμό "Άριστα". Το 1911 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Μονάχου με βαθμό "Άριστα" και με θέμα διατριβής "Το κέντρο βάρους του ανθρωπίνου σώματος και η θέσις αυτού σχετικώς με τους πόδας εν ορθία στάσει". Στη συνέχεια μετέβη στο Αμβούργο, όπου ασχολήθηκε συστηματικά με τη μεσογειακή αναιμία, τον εμπύρετο αιμοσφαιρινουρικό ίκτερο και το Καλαζάρ, πραγματοποιώντας παράλληλα τις πρώτες επιστημονικές του ανακοινώσεις. Το 1912 επέστρεψε στις Σέρρες, όπου ιδιώτευσε ασκώντας την ειδικότητα του Παθολόγου - Φυματιολόγου. Προηγουμένως είχε υποβληθεί στην Κωνσταντινούπολη σε εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του επαγγέλματος από Επιτροπή Τούρκων Καθηγητών Ιατρικής. Το 1916, μετά την αποχώρηση των Βουλγάρων από τις Σέρρες, ο Αλεξανδρίδης μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου τοποθετήθηκε Διευθυντής του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων. Το 1921, στα πλαίσια της επιστράτευσης, τοποθετήθηκε στο Γ' Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, ενώ το 1924 μετέβη στη Βιέννη για μετεκπαίδευση στην ηλεκτροκαρδιογραφία και επιστρέφοντας στην Ελλάδα έφερε τον πρώτο ηλεκτροκαρδιογράφο στη Θεσσαλονίκη, τον οποίο εγκατέστησε στο ιατρείο του. Το 1928 πρωταγωνίστησε στην ίδρυση της "Ιατρικής Εταιρείας Θεσσαλονίκης", στην οποία επί εννέα περιόδους διετέλεσε Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, ενώ αργότερα του απενεμήθη εις αναγνώριση της προσφοράς του και ο τίτλος του Επιτίμου Προέδρου της. Λίγα χρόνια μετά πρωταγωνίστησε στην ίδρυση του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και άρχισε να συμμετέχει σε Διεθνή Συνέδρια στη Γερμανία, Σουηδία, Γαλλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Κίνα, Ινδία και Η.Π.Α., στα οποία πραγματοποιούσε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες επιστημονικές ανακοινώσεις. Παράλληλα άρχισε τις δημοσιεύσεις εργασιών του σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, ενώ το όνομά του άρχισε να γίνεται πόλος έλξης για την μετάκλιση στη Θεσσαλονίκη επιφανέστατων ιατρών της εποχής, όπως του A. Fleming, White, K. Muller και άλλων τους οποίους φιλοξενούσε πάντα στην οικία του. Το 1942 με την ίδρυση Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ο Κ. Αλεξανδρίδης εξελέγη Καθηγητής Παθολογίας και πρώτος Κοσμήτοράς της. Από τις θέσεις αυτές και κάτω από αντίξοες συνθήκες εργάστηκε για την οργάνωση της νεότευκτης Σχολής επιτυγχάνοντας σε σύντομο σχετικά διάστημα να ρυθμίσει με επιτυχία ποικίλα ζητήματα και εκκρεμότητες. Χρημάτισε Κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής επί τρεις θητείες. Διετέλεσε επίσης Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Γενικού Κεντρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, ιδρυτικό μέλος και Πρόεδρος του Ροταριανού Oμίλου Θεσσαλονίκης, Πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου Θεσσαλονίκης και Πρόεδρος του Παραρτήματος του "Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού" της Θεσσαλονίκης. Το 1965 αναγορεύτηκε αντεπιστέλλων μέλος της "Ακαδημίας Αθηνών" και κατά την τελετή της εγκατάστασής του ανέπτυξε το θέμα "Η φύση, προέλευση, αρχές και εξέλιξη της ζωής επί της γης. Η εμφάνιση του ανθρώπου και η βιολογική, γενετική και πολιτιστική - κοινωνική εξέλιξη αυτού". Το συγκεκριμένο θέμα αποδεικνύει και το πνευματικό επίπεδο του Αλεξανδρίδη, ο οποίος υπήρξε βαθύτατα καλλιεργημένος και φιλοσοφημένος άνθρωπος. Oι αρετές αυτές αναδεικνύονται στα μη επιστημονικά κείμενα, τα οποία συνέγραψε κατά καιρούς και στα οποία συγκαταλέγονται "Τα Απομνημονεύματα", "Παλαιαί αναμνήσεις" και άλλα. O Κ. Αλεξανδρίδης μιλούσε άπταιστα τη Γαλλική, Γερμανική, Αγγλική, Ιταλική και Ισπανική γλώσσα, ενώ σε ηλικία 80 ετών έμαθε και τη Ρωσική. Τιμήθηκε με πολλά παράσημα από το Ελληνικό, Γαλλικό και Ισπανικό κράτος, καθώς και από τη Μ. Βρετανία. Ενημερωμένος πάντα, χάρη στα συχνά επιστημονικά του ταξίδια στο εξωτερικό, δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη την ακαδημαϊκή εκείνη ατμόσφαιρα, η οποία ήταν απαραίτητη για να εξελιχθεί σε ιατρικό κέντρο, πριν ακόμα ιδρυθεί η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, της οποίας υπήρξε ένας από τους κορυφαίους στυλοβάτες. O Κάρολος Αλεξανδρίδης απεβίωσε το 1977 και κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές από τον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας. Ετάφη σύμφωνα με επιθυμία του στον οικογενειακό τάφο στις Σέρρες, στον δήμο της οποίας δώρισε τη μεγάλη βιβλιοθήκη του.